Δείτε επίσης: κόλπος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόλπο τα κόλπα
      γενική του κόλπου των κόλπων
    αιτιατική το κόλπο τα κόλπα
     κλητική κόλπο κόλπα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόλπο < μεσαιωνική ελληνική κόλπο < ιταλική colpo < υστερολατινική colpus < λατινική colophus < colaphus < αρχαία ελληνική κόλαφος (αντιδάνειο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkol.po/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόλπο ουδέτερο

  1. ο πονηρός εναλλακτικός τρόπος επίτευξης στόχου που δεν θα επιτυγχανόταν με τους συνηθισμένους τρόπους
  2. ο οργανωμένος εναλλακτικός τρόπος επίτευξης στόχου και εξαπάτησης
  3. (αργκό) ο πονηρός τρόπος επίτευξης στόχου και εξαπάτησης σε χαρτοπαιξία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία