κόκκινος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κόκκινος | η | κόκκινη | το | κόκκινο |
γενική | του | κόκκινου | της | κόκκινης | του | κόκκινου |
αιτιατική | τον | κόκκινο | την | κόκκινη | το | κόκκινο |
κλητική | κόκκινε | κόκκινη | κόκκινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κόκκινοι | οι | κόκκινες | τα | κόκκινα |
γενική | των | κόκκινων | των | κόκκινων | των | κόκκινων |
αιτιατική | τους | κόκκινους | τις | κόκκινες | τα | κόκκινα |
κλητική | κόκκινοι | κόκκινες | κόκκινα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κόκκινος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κόκκινος < αρχαία ελληνική κόκκος < προελληνική
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈko.ci.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κόκ‐κι‐νος
Επίθετο επεξεργασία
κόκκινος, -η, -ο
- που έχει το χρώμα της φωτιάς, του αίματος, της παπαρούνας
κόκκινος (χρώμα):
- (ουσιαστικοποιημένο) κόκκινο: το σχετικό χρώμα
κόκκινο (χρώμα):
- (ουσιαστικοποιημένο) κόκκινος:
- (πολιτική) ο κομμουνιστής
- (αθλητισμός) ο οπαδός συγκεκριμένης ομάδας με κυρίαρχο το κόκκινο χρώμα
Εκφράσεις επεξεργασία
- κόκκινος σαν αστακός
- κόκκινος σαν παντζάρι
Συγγενικά επεξεργασία
- κοκκινάδα
- κοκκινάδι
- κοκκινέλι
- κοκκινίζω
- κοκκινίλα
- κοκκίνισμα
- κοκκινιστός
- Κόκκινος (επώνυμο)
- κοκκινωπός
Σύνθετα επεξεργασία
με -κόκκινος |
με κοκκινο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κοκκινο- στο Βικιλεξικό |
- Λέξεις με *κοκκιν* - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Υπώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
που έχει κόκκινο χρώμα
|