Δείτε επίσης: κομήτης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωμήτης < κώμη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κωμήτης αρσενικό (θηλυκό: κωμῆτις)

  1. κάτοικος κώμης, χωριάτης
  2. (για κάτοικο πόλης) γείτονας
  3. (γενικότερα) κάτοικος