κωλύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κωλύω < αρχαία ελληνική κωλύω
Ρήμα επεξεργασία
κωλύω (μόνο στον ενεστώτα), παθητικό: κωλύομαι
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κωλύω
|
Πηγές επεξεργασία
- κωλύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας