κωλόπαιδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koˈlo.pe.ðo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
κωλόπαιδο ουδέτερο
- (υβριστικό) παιδί ή νεαρός ή νεαρότερος από εμάς που χαρακτηρίζεται από κακή και συνήθως ανήθικη κοινωνικά συμπεριφορά