Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυστεΐνη οι κυστεΐνες
      γενική της κυστεΐνης των κυστεϊνών
    αιτιατική την κυστεΐνη τις κυστεΐνες
     κλητική κυστεΐνη κυστεΐνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυστεΐνη < κυστίνη < κύστις + -ίνη (η κυστίνη αρχικά απομονώθηκε από νεφρόλιθους).

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Συντακτικός τύπος κυστεΐνης.

κυστεΐνη θηλυκό

  1. (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη.
  2. (βιοχημεία, αμινοξύ) μη απαραίτητο αμινοξύ που περιέχει θείο. Έχει τύπο HS-CH2-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Cys ή C. Χαρακτηριστικό της κυστεΐνης είναι ότι έχει ομάδα θειόλης (ρίζα -SH) με την οποία συμμετέχει σε οξειδοαναγωγικές αντιδράσεις. Δύο μόρια κυστεΐνης μπορούν να ενωθούν με δισουλφιδικό δεσμό (γέφυρα θείου S-S) και να σχηματίσουν κυστίνη.

  Μεταφράσεις επεξεργασία