κυπριακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυπριακός < (ελληνιστική κοινή) Κυπριακός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.pɾi.aˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
κυπριακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την Κύπρο, ανήκει σ’ αυτήν ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) κυπριακό: το ζήτημα που αφορά τη κατάληψη της Κύπρου από άλλες δυνάμεις και οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος
- (ουσιαστικοποιημένο) κυπριακή: η ελληνική διάλεκτος που μιλιέται στην Κύπρο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Κύπρος