Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυκλώπειος η κυκλώπεια το κυκλώπειο
      γενική του κυκλώπειου της κυκλώπειας του κυκλώπειου
    αιτιατική τον κυκλώπειο την κυκλώπεια το κυκλώπειο
     κλητική κυκλώπειε κυκλώπεια κυκλώπειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυκλώπειοι οι κυκλώπειες τα κυκλώπεια
      γενική των κυκλώπειων των κυκλώπειων των κυκλώπειων
    αιτιατική τους κυκλώπειους τις κυκλώπειες τα κυκλώπεια
     κλητική κυκλώπειοι κυκλώπειες κυκλώπεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυκλώπειος < αρχαία ελληνική κυκλώπειος < Κύκλωψ

  Επίθετο επεξεργασία

κυκλώπειος, -α, -ο

  1. σχετικός με τους Κύκλωπες
  2. γιγαντιαίος, τεράστιος

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία