Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρύφιος η κρύφιη το κρύφιο
      γενική του κρύφιου της κρύφιης του κρύφιου
    αιτιατική τον κρύφιο την κρύφιη το κρύφιο
     κλητική κρύφιε κρύφιη κρύφιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρύφιοι οι κρύφιες τα κρύφια
      γενική των κρύφιων των κρύφιων των κρύφιων
    αιτιατική τους κρύφιους τις κρύφιες τα κρύφια
     κλητική κρύφιοι κρύφιες κρύφια
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρύφιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρύφιος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkɾi.fi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρύ‐φι‐ος

  Επίθετο επεξεργασία

κρύφιος, -α, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κρύφιος κρυφί
κρύφιος
τὸ κρύφιον
      γενική τοῦ κρυφίου τῆς κρυφίᾱς
κρυφίου
τοῦ κρυφίου
      δοτική τῷ κρυφί τῇ κρυφί
κρυφί
τῷ κρυφί
    αιτιατική τὸν κρύφιον τὴν κρυφίᾱν
κρύφιον
τὸ κρύφιον
     κλητική ! κρύφιε κρυφί
κρύφιε
κρύφιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κρύφιοι αἱ κρύφιαι
κρύφιοι
τὰ κρύφι
      γενική τῶν κρυφίων τῶν κρυφίων
κρυφίων
τῶν κρυφίων
      δοτική τοῖς κρυφίοις ταῖς κρυφίαις
κρυφίοις
τοῖς κρυφίοις
    αιτιατική τοὺς κρυφίους τὰς κρυφίᾱς
κρυφίους
τὰ κρύφι
     κλητική ! κρύφιοι κρύφιαι
κρύφιοι
κρύφι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κρυφίω τὼ κρυφί
κρυφίω
τὼ κρυφίω
      γεν-δοτ τοῖν κρυφίοιν τοῖν κρυφίαιν
κρυφίοιν
τοῖν κρυφίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία