κρύπτη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρύπτη | οι | κρύπτες |
γενική | της | κρύπτης | των | κρυπτών |
αιτιατική | την | κρύπτη | τις | κρύπτες |
κλητική | κρύπτη | κρύπτες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρύπτη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κρύπτη < αρχαία ελληνική κρυπτή[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkɾi.pti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρύ‐πτη
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρύπτη θηλυκό
- καλυμμένος χώρος κατάλληλος για την απόκρυψη αντικειμένων ή ανθρώπων
- υπόγεια κατασκευή σε σχήμα θόλου η οποία λειτουργούσε ως χώρος λατρείας κατά τη διάρκεια των διωγμών των Χριστιανών
- είδος τάφου εντός μεγαλύτερου, οικογενειακού κυρίως, τάφου
- (ανατομία) κόλπωμα στο επιθήλιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κρύπτη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας