Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρούση οι κρούσεις
      γενική της κρούσης* των κρούσεων
    αιτιατική την κρούση τις κρούσεις
     κλητική κρούση κρούσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρούσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρούση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κροῦ(σις) + -ση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkɾu.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρού‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρούση θηλυκό

  1. το χτύπημα ενός αντικειμένου πάνω σε ένα άλλο
  2. (φυσική) η συνάντηση δύο σωμάτων με βίαιο κι αιφνίδιο τρόπο
  3. (στρατιωτικός όρος) το κύριο μέρος μιας επιχειρησιακής ενέργειας στην επίθεση
  4. (μεταφορικά) η εξέταση των προθέσεων κάποιου προσώπου
  5. (μουσική) το παίξιμο των χορδών ενός μουσικού οργάνου

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία