Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κριτής οι κριτές
      γενική του
του/της
κριτή
κριτού
των κριτών
    αιτιατική τον/την κριτή τους/τις κριτές
     κλητική κριτή κριτές
Η γενική ενικού σε -ού, λόγιος τύπος.
Κατηγορία όπως «κριτής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κριτής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κριτής < κρίνω + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κριτής αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & κρίτρια)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κριτής οἱ κριταί
      γενική τοῦ κριτοῦ τῶν κριτῶν
      δοτική τῷ κριτ τοῖς κριταῖς
    αιτιατική τὸν κριτήν τοὺς κριτᾱ́ς
     κλητική ! κριτᾰ́ κριταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κριτᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  κριταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κριτής < κρίνω + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κριτής αρσενικό

  1. άτομο που κρίνει, αξιολογεί και αποφασίζε για κάτι
    1. κριτής
    2. δικαστής
    3. διαιτητής
    4. (ελληνιστική σημασία) Ιουδαίος κυβερνήτης
  2. δόντι
    κριτάς: ὀδόντας ( Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ)

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία