Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κριάρι τα κριάρια
      γενική του κριαριού των κριαριών
    αιτιατική το κριάρι τα κριάρια
     κλητική κριάρι κριάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κριάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κριάριν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κριάρι ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία