κρεμασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
κρεμασμένος, -η, -ο
- που έχει κρεμαστεί
- στερεωμένος ή αναρτημένος σε ψηλό σημείο
- Στον τοίχο είναι κρεμασμένο ένα πριόνι και στo τραπέζι αφημένος ένας μπαλτάς.
- (οικείο) απαγχονισμένος (αυτόχειρας ή θύμα δολοφονίας ή εκτελεσμένος)
- Η μπαλάντα των κρεμασμένων (Ο επικήδειος του Βιγιόν)
- (οικείο) γαντζωμένος, γραπωμένος, απόλυτα εξαρτημένος
- Είχε όμως τη γυναίκα κρεμασμένη πάνω του (Μπρέχτ, Η Χαζή Γυναίκα)
Εκφράσεις επεξεργασία
- στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί