Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρεβάτι τα κρεβάτια
      γενική του κρεβατιού των κρεβατιών
    αιτιατική το κρεβάτι τα κρεβάτια
     κλητική κρεβάτι κρεβάτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μονό κρεβάτι
 
διπλό κρεβάτι

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρεβάτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κρεβάτιον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κραβ(β)άτιον, υποκοριστικό του κράβατος / κράββατος[1] < αρχαία μακεδονική *γράβος[2] / γράβιον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾeˈva.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρε‐βά‐τι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρεβάτι ουδέτερο

  1. (έπιπλο) το επίπεδο έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμόμαστε
    αυτό το κρεβάτι είναι πολύ αναπαυτικό
  2. η κλίνη ξενοδοχείου ή νοσοκομείου αλλά και οι υπηρεσίες που παρέχονται
  3. το έθιμο του γάμου, κατά το οποίο συγγενείς και φίλοι αφήνουν χρήματα πάνω στο κρεβάτι των μελλόνυμφων
  4. η ερωτική πράξη // οι επιδόσεις των εραστών κατά τη συνουσία

Συνώνυμα επεξεργασία

δείτε επίσης:

Εκφράσεις επεξεργασία

  • είναι στο κρεβάτι, είναι κρεβατωμένος : είναι άρρωστος, είναι κλινήρης
  • το κρεβάτι του πόνου : το κρεβάτι στο οποίο ο ασθενής υπομένει τους πόνους
  • πέφτω στο κρεβάτι : πέφτω για ύπνο

Παροιμίες επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. κρεβάτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. κράββατος - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.