Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεατομηχανή οι κρεατομηχανές
      γενική της κρεατομηχανής των κρεατομηχανών
    αιτιατική την κρεατομηχανή τις κρεατομηχανές
     κλητική κρεατομηχανή κρεατομηχανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μια κρεατομηχανή χειρός

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρεατομηχανή < κρέας (γενική: κρέατος) + -ο- + -μηχανή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾe.a.to.mi.xaˈni/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρεατομηχανή θηλυκό

  1. μηχανή για το κόψιμο του κρέατος σε μικρά κομματάκια, μηχανή του κιμά
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε (κουτσομπολιά, δημοσιεύματα κ.ά.) που εξουθενώνουν ή εξευτελίζουν κάποιον

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία