Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κράτηση οι κρατήσεις
      γενική της κράτησης* των κρατήσεων
    αιτιατική την κράτηση τις κρατήσεις
     κλητική κράτηση κρατήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρατήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κράτηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κράτησις < αρχαία ελληνική κρατέω < κράτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kret- (διορατικότητα, δύναμη)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkɾa.ti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρά‐τη‐ση
τονικό παρώνυμο: κρατήσει

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κράτηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

|}