Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κούφιος < αρχαία ελληνική κοῦφος (από τη μεταφορική του σημασία)

  Επίθετο επεξεργασία

κούφιος

  1. που είναι άδειος στο εσωτερικό του ενώ κανονικά είναι συμπαγής
    ※  Ο τελευταίος πασατέμπος ήτανε κούφιος, δεν είχε τίποτα μέσα. (Μάριος Χάκκας, Το σινεμά)
  2. (κατ’ επέκταση) που έχει χαλάσει το εσωτερικό του
  3. (κατ’ επέκταση), (μεταφορικά) που θεωρείται ότι έχει κούφιο κεφάλι, ότι δεν έχει μυαλό, ρηχός, ελαφρός
  4. (μεταφορικά) που δεν έχει ουσία ή αξία, κενός από νόημα
    ※  Τώρα που δεν έβρισκε τι να πει, η τυπική αυτή και κούφια φράση ερχότανε αυθόρμητα να τον βοηθήσει. (Γιώργος Θεοτοκάς Η λίμνη [διήγημα])

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία