Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουφοξυλιά οι κουφοξυλιές
      γενική της κουφοξυλιάς των κουφοξυλιών
    αιτιατική την κουφοξυλιά τις κουφοξυλιές
     κλητική κουφοξυλιά κουφοξυλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουφοξυλιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουφοξυλ(έα) + -ιά < κουφόξυλον.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε κουφο- + ξυλιά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ku.fo.ksiˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐φο‐ξυ‐λιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουφοξυλιά θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία