κουρκούμη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουρκούμη < κουρκουμάς + -η
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουρκούμη θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουρκούμη
→ δείτε τη λέξη κουρκουμάς |
κουρκούμη θηλυκό
→ δείτε τη λέξη κουρκουμάς |