Δείτε επίσης: Κουραμπιές

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουραμπιές οι κουραμπιέδες
      γενική του κουραμπιέ των κουραμπιέδων
    αιτιατική τον κουραμπιέ τους κουραμπιέδες
     κλητική κουραμπιέ κουραμπιέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένα ταψί με κουραμπιέδες.

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουραμπιές < (άμεσο δάνειο) τουρκική kurabiye + < αραβική غربية (ḡarbiyya),[1] θηλυκό του غربي (ḡarribī)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ku.ɾaˈbʝes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐ρα‐μπιές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουραμπιές αρσενικό

  1. (γλυκό) παραδοσιακό γλύκισμα από αλεύρι και βούτυρο πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) άτομο χωρίς πρωτοβουλίες
  3. (παρωχημένο, μεταφορικά, μειωτικό) άνδρας που αποφεύγει τη στράτευση, φυγόστρατος
    ※  Δουλειές υπήρχαν πολλές και ζωηρές, μα οι κουραμπιέδες κ' οι απαλλαγέντες κρατούσαν όλα τα πόστα και θησαυρίζανε στα σίγουρα. (Γιώργος Θεοτοκάς Η λίμνη [διήγημα])

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία