Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουνιέμαι < παθητική φωνή του ρήματος κουνώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kuˈɲeme/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐νιέ‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

κουνιέμαι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κουνιέμαι