Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουνάβι τα κουνάβια
      γενική του κουναβιού των κουναβιών
    αιτιατική το κουνάβι τα κουνάβια
     κλητική κουνάβι κουνάβια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κουνάβι Martes foina

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουνάβι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουνάδι[1] [2] < σλαβικής προέλευσης куна (kǔːna)[1] [2] < πρωτοσλαβική *kuna

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kuˈna.vi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐νά‐βι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουνάβι ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. 2,0 2,1 κουνάβι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας