Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουμπώνω < μεσαιωνική ελληνική κουμπώνω κομπώνω < ελληνιστική κοινή κομβόω / κομβῶ < κομβίον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kumˈbo.no/

  Ρήμα επεξεργασία

κουμπώνω (παθητική φωνή: κουμπώνομαι)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία