κουκούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουκούλα < μεσαιωνική ελληνική κουκούλα/ κουκούλλα < υστερολατινική cuculla < λατινική cucullus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kuH-l- < *(s)kewH- (καλύπτω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουκούλα θηλυκό
- κάλυμμα της κεφαλής προσαρτημένο σε ένα άλλο ρούχο, π.χ. παλτό, αδιάβροχο κ.λπ.
- κάλυμμα της κεφαλής με οπές για τα μάτια, τη μύτη και το στόμα
- προστατευτικό κάλυμμα για οχήματα
Συγγενικά επεξεργασία
- κουκουλοφόρος
- κουκούλωμα
- κουκουλώνω
- → δείτε τις λέξεις κούκλα και κουκούλι
Μεταφράσεις επεξεργασία
κάλυμμα της κεφαλής προσαρτημένο σε ένα άλλο ρούχο
|
κάλυμμα της κεφαλής με οπές για τα μάτια, τη μύτη και το στόμα