κοτσάνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοτσάνι | τα | κοτσάνια |
γενική | του | κοτσανιού | των | κοτσανιών |
αιτιατική | το | κοτσάνι | τα | κοτσάνια |
κλητική | κοτσάνι | κοτσάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοτσάνι < σλαβικής προέλευσης кочан
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koˈt͡sa.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐τσά‐νι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοτσάνι ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- την περνάω κοτσάνι: περνάω πολύ καλά