Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοσμοδρόμιο τα κοσμοδρόμια
      γενική του κοσμοδρόμιου
κοσμοδρομίου
των κοσμοδρόμιων
κοσμοδρομίων
    αιτιατική το κοσμοδρόμιο τα κοσμοδρόμια
     κλητική κοσμοδρόμιο κοσμοδρόμια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοσμοδρόμιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) ρωσική космодром (kosmodrom) < αρχαία ελληνική κόσμος + -δρόμιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοσμοδρόμιο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία