κοσμέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
κοσμέω
- τακτοποιώ, βάζω σε μια τάξη
- ετοιμάζω
- διοικώ, κυβερνώ
- στολίζω
- τιμώ
- θάβω
- (παθητικό) ανήκω στην αρμοδιότητα κάποιου
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883