Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορφή οι κορφές
      γενική της κορφής των κορφών
    αιτιατική την κορφή τις κορφές
     κλητική κορφή κορφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορφή < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κορφή < αρχαία ελληνική κορυφή με συγκοπή του [i] ανάμεσα σε δύο σύμφωνα.[1] Δείτε και το νεοελληνικό κορυφή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koɾˈfi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κορ‐φή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορφή θηλυκό

  1. (προφορικό) άλλη μορφή του κορυφή
  2. (ειδικότερα)
    1. η άκρη βλαστού όταν είναι τρυφερή
       συνώνυμα: κορφάδα
    2. ο αφρός στο επάνω μέρος
      → δείτε  το καϊμάκι, το αφρόγαλα

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κορυφή

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία