Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορνιζάρω < ουσιαστικό κορνίζα + επίθημα -άρω

  Ρήμα επεξεργασία

κορνιζάρω

  • τοποθετώ εικόνα ή φωτογραφία μέσα σε κορνίζα

Ταυτόσημο επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία