Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορνίζα οι κορνίζες
      γενική της κορνίζας των κορνιζών
    αιτιατική την κορνίζα τις κορνίζες
     κλητική κορνίζα κορνίζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορνίζα < βενετική cornise[1] < λατινική cornix[2]
 
Πίνακας ζωγραφικής με μαύρη κορνίζα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορνίζα θηλυκό

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. κορνίζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.