Δείτε επίσης: Κορινθιακός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κορινθιακός η κορινθιακή το κορινθιακό
      γενική του κορινθιακού της κορινθιακής του κορινθιακού
    αιτιατική τον κορινθιακό την κορινθιακή το κορινθιακό
     κλητική κορινθιακέ κορινθιακή κορινθιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κορινθιακοί οι κορινθιακές τα κορινθιακά
      γενική των κορινθιακών των κορινθιακών των κορινθιακών
    αιτιατική τους κορινθιακούς τις κορινθιακές τα κορινθιακά
     κλητική κορινθιακοί κορινθιακές κορινθιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορινθιακός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κορινθιακός[1] < Κορίνθιος + -ακός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.ɾin.θi.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ριν‐θι‐α‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

κορινθιακός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την Κόρινθο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή, τους κατοίκους της ή την ευρύτερη περιοχή της Κορινθίας
  2. (αρχαιολογία, αρχιτεκτονική) που σχετίζεται με τον κορινθιακό ρυθμό

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία