Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορίτσι τα κορίτσια
      γενική του κοριτσιού των κοριτσιών
    αιτιατική το κορίτσι τα κορίτσια
     κλητική κορίτσι κορίτσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορίτσι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κορίτσι(ν) < αρχαία ελληνική κόρη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koˈɾi.t͡si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ρί‐τσι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορίτσι ουδέτερο

  1. το παιδί θηλυκού γένους
  2. η κόρη, η θυγατέρα
  3. η νεαρή κοπέλα με την οποία έχει κάποιος δεσμό
     συνώνυμα: κοπέλα, φιλενάδα
  4. η παρθένα

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία