κοπτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κοπτικά | ||
γενική | των | κοπτικών | ||
αιτιατική | τα | κοπτικά | ||
κλητική | κοπτικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
κοπτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κοπτικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοπτικά ουδέτερο πληθυντικός
- (γλώσσα) η κοπτική γλώσσα, απόγονος των αρχαίων αιγυπτιακών, μιλήθηκε περίπου από το 200 έως τον 17ο αιώνα, και πλέον είναι η γλώσσα της κοπτικής εκκλησίας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κοπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κοπτικός