Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κομπρέσα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κομπρέσ
α
οι
κομπρέσ
ες
γενική
της
κομπρέσ
ας
των
κομπρεσ
ών
αιτιατική
την
κομπρέσ
α
τις
κομπρέσ
ες
κλητική
κομπρέσ
α
κομπρέσ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κομπρέσα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κομπρέσα
θηλυκό
συνώνυμο
του
επίθεμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κομπρέσα
αγγλικά
:
compress
(en)
,
patch
(en)
γαλλικά
:
compresse
(fr)