κομπαστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κομπαστής < αρχαία ελληνική κομπαστής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kom.baˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐μπα‐στής
Ουσιαστικό επεξεργασία
κομπαστής αρσενικό (θηλυκό: κομπάστρια)
- αυτός που κομπάζει
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κομπαστής αρσενικό