Δείτε επίσης: κωλικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κολικός η κολική το κολικό
      γενική του κολικού της κολικής του κολικού
    αιτιατική τον κολικό την κολική το κολικό
     κλητική κολικέ κολική κολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κολικοί οι κολικές τα κολικά
      γενική των κολικών των κολικών των κολικών
    αιτιατική τους κολικούς τις κολικές τα κολικά
     κλητική κολικοί κολικές κολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: colique < λατινική colica < αρχαία ελληνική κωλικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐λι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

κολικός, -ή, -ό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολικός αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)