κολέγιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κολέγιο | τα | κολέγια |
γενική | του | κολεγίου & κολέγιου |
των | κολεγίων |
αιτιατική | το | κολέγιο | τα | κολέγια |
κλητική | κολέγιο | κολέγια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κολέγιο < (λόγιο δάνειο) αγγλική college < λατινική collegium (αδελφότητα, εταιρεία)[1] > απ'όπου και το ελληνιστικό κολλήγιον > μεσαιωνικό κολλέγιον. Και ετυμολογική γραφή με δύο λάμδα κολλέγιο. [2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koˈle.ʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λέ‐γι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολέγιο ουδέτερο
- (εκπαίδευση) ονομασία για ορισμένα ιδιωτικά σχολεία
- εκπαιδευτικό ίδρυμα της δευτεροβάθμιας ή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις αγγλοσαξονικές χώρες
- (μεταφορικά) σχολείο πολύ καλά οργανωμένο, του οποίου οι μαθητές έχουν υψηλές επιδόσεις
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κολέγιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.