Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοκκινωπός η κοκκινωπή το κοκκινωπό
      γενική του κοκκινωπού της κοκκινωπής του κοκκινωπού
    αιτιατική τον κοκκινωπό την κοκκινωπή το κοκκινωπό
     κλητική κοκκινωπέ κοκκινωπή κοκκινωπό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοκκινωποί οι κοκκινωπές τα κοκκινωπά
      γενική των κοκκινωπών των κοκκινωπών των κοκκινωπών
    αιτιατική τους κοκκινωπούς τις κοκκινωπές τα κοκκινωπά
     κλητική κοκκινωποί κοκκινωπές κοκκινωπά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοκκινωπός < κοκκιν- + -ωπός

  Επίθετο επεξεργασία

κοκκινωπός

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία