κοινοπραξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοινοπραξία θηλυκό
- ένωση ατόμων ή συνηθέστερα επιχειρήσεων που αναπτύσσουν κοινή οικονομική δραστηριότητα
Άλλες γραφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοινοπραξία