κοιλάδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοιλάδα | οι | κοιλάδες |
γενική | της | κοιλάδας | των | κοιλάδων |
αιτιατική | την | κοιλάδα | τις | κοιλάδες |
κλητική | κοιλάδα | κοιλάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοιλάδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοιλάς[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ciˈla.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐λά‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοιλάδα θηλυκό
- (γεωγραφία) μακρόστενο κοίλωμα στο έδαφος ανάμεσα από βουνά ή λόφους, που συνήθως διασχίζεται από ποτάμι
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κοιλάδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοιλάδα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κοιλάδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας