Δείτε επίσης: κλῇσις

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κλῆσῐς αἱ κλήσεις
      γενική τῆς κλήσεως τῶν κλήσεων
      δοτική τῇ κλήσει ταῖς κλήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κλῆσῐν τὰς κλήσεις
     κλητική ! κλῆσῐ κλήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλήσει
γεν-δοτ τοῖν  κλησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλῆσις < θέμα κλη-, μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kelh₁- (φωνάζω, καλώ), απ' όπου και το καλέω / καλῶ + -σις [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλῆσις-εως θηλυκό

  1. (νομικός όρος) η κλήτευση στο δικαστήριο, συνήθως για κατηγορούμενο, άρα και η κατηγορία
  2. η πρόσκληση, το κάλεσμα σε μια γιορτή
  3. η επίκληση προς ανώτερη δύναμη
  4. η κλήση σε βοήθεια
  5. το μεταφυσικό κάλεσμα, το κάλεσμα κάποιας ανώτερης δύναμης
  6. η ονομασία, τρόπος που καλούμε κάποιον
  7. (γραμματική) ο τρόπος που καλούνται τα ονόματα, αν καλούνται ως αρσενικά ή θηλυκά, αλλά και οι πλάγιες πτώσεις
    ἔχειν θηλείας ἢ ἄρρενος κλῆσιν
    σημείωση: διαφορετικό από το κλίσιςκλίση, πώς κλίνεται)

Σημειώσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

με θέμα κλη-σ-

με θέμα κλη-τ- → δείτε τη λέξη κλητός
με θέμα κλη-, → δείτε τη λέξη καλέω όπως και για το θέμα καλ-

Σύνθετα επεξεργασία

Διαφορετικής αρχής το ἀπόσκλησις (< ἀποσκέλλω), το ἔκλησις (< ἐκλανθάνω).

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «κλήση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία