Δείτε επίσης: κλήμα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κλῆμᾰ τὰ κλήμᾰτ
      γενική τοῦ κλήμᾰτος τῶν κλημᾰ́των
      δοτική τῷ κλήμᾰτ τοῖς κλήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κλῆμᾰ τὰ κλήμᾰτ
     κλητική ! κλῆμᾰ κλήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  κλημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλῆμα < κλάω / κλῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kelh₂- (χτυπώ, σπάζω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλῆμα ουδέτερο

  1. κλωνάρι, κλαδί
  2. βλαστάρι
  3. κλήμα
  4. (ελληνιστική σημασία) ραβδί (ως σύμβολο εξουσίας ρωμαίου εκατόνταρχου)
    → δείτε  λατινικά : vitis (la)
    ※  καὶ τὸ κλῆμα πρῶτον, ᾧ κολάζουσιν ἑκατοντάρχαι τοὺς πληγῶν δεομένους, ἐπαράμενος τοῖς ἐπιφερομένοις ἐβόα καὶ διεκελεύετο φείδεσθαι τοῦ αὐτοκράτορος. (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Γάλβας, 26)
  5. (ελληνιστική σημασία , σπάνιο) υπόδημα

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία