κλώψ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κλώψ | οἱ | κλῶπες |
γενική | τοῦ | κλωπός | τῶν | κλωπῶν |
δοτική | τῷ | κλωπῐ́ | τοῖς | κλωψῐ́(ν) |
αιτιατική | τὸν | κλῶπᾰ | τοὺς | κλῶπᾰς |
κλητική ὦ! | κλώψ | κλῶπες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλῶπε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κλωποῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'γύψ' όπως «γύψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλώψ < θέμα του κλέπτω, πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *klep- όπως και η λατινική clepo
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλώψ, -ωπός
Συνώνυμα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κλέπτω
Πηγές επεξεργασία
- κλώψ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλώψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.