Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλόουν < (λόγιο δάνειο) αγγλική clown

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkloun/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Κλόουν

κλόουν αρσενικό άκλιτο

  • (επάγγελμα) γελωτοποιός, κωμικός διασκεδαστής με χαρακτηριστική εμφάνιση που οφείλεται στο μέικ -απ, τις πολύχρωμες περούκες και τα περίεργα ρούχα τα οποία φορά


Δείτε επίσης επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία