Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κλῑμακτηρ-
ονομαστική κλιμακτήρ οἱ κλιμακτῆρες
      γενική τοῦ κλιμακτῆρος τῶν κλιμακτήρων
      δοτική τῷ κλιμακτῆρ τοῖς κλιμακτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κλιμακτῆρ τοὺς κλιμακτῆρᾰς
     κλητική ! κλιμακτήρ κλιμακτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλιμακτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  κλιμακτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλιμακτήρ < κλῖμαξ, κλιμακ- + -τήρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλιμακτήρ αρσενικό

  1. το σκαλοπάτι (οριζόντια δοκός) μιας σκάλας
  2. κλίμακα μεταξύ δύο πλατύσκαλων
  3. (ελληνιστική σημασία , αστρολογία) κρίσιμο σημείο της ανθρώπινης ζωής (ανά επτά έτη)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κλίμα και κλίνω

  Πηγές επεξεργασία