κιβδηλεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κιβδηλεύω < αρχαία ελληνική κιβδηλεύω < κίβδηλος
Ρήμα επεξεργασία
κιβδηλεύω
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κίβδηλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κιβδηλεύω
|