Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κιάλια
      γενική των κιαλιών
    αιτιατική τα κιάλια
     κλητική κιάλια
Οι καταλήξεις -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Δείτε και το κιάλι
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιάλια < κιάλι
 
Άντρας κοιτάζει μέσα από κιάλια.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιάλια ουδέτερο στον πληθυντικό

  • φορητό όργανο που αποτελείται από δύο κιάλια συνδεδεμένα μεταξύ τους

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

κιάλια