Δείτε επίσης: κήδομαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κηδεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κηδεύω < κήδομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ciˈðe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κη‐δεύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

κηδεύω, αόρ.: κήδεψα, παθ.φωνή: κηδεύομαι, π.αόρ.: κηδεύτηκα, μτχ.π.π.: κηδεμένος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία