Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεφάτος η κεφάτη το κεφάτο
      γενική του κεφάτου της κεφάτης του κεφάτου
    αιτιατική τον κεφάτο την κεφάτη το κεφάτο
     κλητική κεφάτε κεφάτη κεφάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεφάτοι οι κεφάτες τα κεφάτα
      γενική των κεφάτων των κεφάτων των κεφάτων
    αιτιατική τους κεφάτους τις κεφάτες τα κεφάτα
     κλητική κεφάτοι κεφάτες κεφάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεφάτος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

κεφάτος, -η, -ο

  1. που έχει κέφι, χαρούμενος, που έχει καλή διάθεση
  2. που δημιουργεί κέφι, που προκαλεί εύθυμη διάθεση

  Μεταφράσεις επεξεργασία